- άκρεος
- -η, -οαυτός που δεν έχει αρκετό κρέας: Το κατσίκι να μην το σφάξουμε τώρα, γιατί είναι άκρεο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άκρεος — η, ο [κρέας] 1. αυτός που δεν έχει κρέας, άσαρκος, ισχνός 2. λέγεται για τα φαγητά που δεν περιέχουν κρέας … Dictionary of Greek
Acrea [1] — ACRĔA, æ, ein Beynamen der Diana, welcher Melampus in Argolien auf einem Berge einen Tempel erbauete, nachdem er des Prötus Tochter von ihrer Unsinnigkeit befreyet, und sie wieder mit den Göttern zugleich ausgesöhnet hatte. Hesych. in Ἀκρουχεῖ, s … Gründliches mythologisches Lexikon